- αφούρκιστος
- η , ο1) не повесившийся; 2) не рассердившийся, не вышедший из себя; 3) не раздражительный, уравновешенный, спокойный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αφούρκιστος — η, ο 1. αυτός που δεν πνίγηκε με φούρκα, με θηλειά 2. εκείνος που δεν φουρκίστηκε, που δεν εξοργίστηκε … Dictionary of Greek